Οι εναπομείναντες ανάπηροι πολέμου αντιμέτωποι με τις δυσκολίες της εποχής
Οι ανάπηροι πολέμου, οι αγωνιστές του έπους του 1940, είναι οι άνθρωποι που πολεμώντας για μια ελεύθερη πατρίδα άφησαν στους τόπους μάχης μέρος της ψυχής τους αλλά και του σώματος. Είναι οι άνθρωποι που
θυσίασαν τα νιάτα θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή για να κερδίσουν το μεγαλείο μια ελεύθερης χώρας, μιας χώρας που θα μπορεί να αφήνει τα παιδιά της να ελπίζουν, να ονειρεύονται να αγωνίζονται και να αποκομίζουν κάθε μέρα την αξία των κόπων τους.
Σήμερα, οι ελάχιστοι πλέον ανάπηροι πολέμου που βρίσκονται εν ζωή καλούνται όχι μόνο να ανεβούν ένα νέο Γολγοθά, αλλά να βλέπουν και τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, τα δισεγγόνα τους, να χάνουν μέρα μέρα την ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή στη χώρα για την οποία πολέμησαν. Μιλώντας με τον πρόεδρο του Συνδέσμου αναπήρων θυμάτων πολέμου 1940-1949, κ. Αλέξανδρο Μπλέτσα καταλαβαίνει κανείς την απογοήτευση των αγωνιστών που βλέπουν ότι σήμερα διαψεύδονται οι προσδοκίες ενός λαού που μέχρι σήμερα αγωνίστηκε σκληρά και θυσίασε πολλά για την Ελλάδα.
«Όσα ζήσαμε το ’40 δεν ξεχνιούνται. Στα βουνά της Αλβανίας αφήσαμε μέρος των σωμάτων μας όχι απλά την ψυχή μας. Σήμερα μείναμε μόνοι. Χωρίς καμία κρατική υποστήριξη μειώνουν ακόμη και τις συντάξεις αδιαφορώντας για το πώς θα ζήσουμε», τονίζει ο 88χρονος με παράπονο. Στη σημερινή επέτειο είναι τόσο λίγοι οι εναπομείναντες ανάπηροι πολέμου που θα περιοριστούν στην κατάθεση στεφάνου και δεν θα παρελάσουν, μένει όμως ακόμη η φλόγα της αντίστασης μέσα τους. «Όταν η χώρα μας χρειαζόταν, μας έβαλε μπορτσά στην πρώτη γραμμή να πολεμήσουμε για να φτάσουμε σήμερα να μη σέβεται κανείς ούτε τις ανάγκες μας ούτε τις θυσίες μας. Δεν σέβονται ούτε τα παιδιά μας. Ούτε τους αγώνες των νέων ανθρώπων σέβεται το κράτος. Είτε αγωνίζονται είτε αντιστέκονται δεν τους σέβεται κανείς. Πραγματικά φοβάμαι τη μέρα που ο κόσμος θα ζήσει ξανά την ανέχεια που βιώσαμε κι εμείς τότε. Μετά από τόσους αγώνες όμως οι νέες γενιές δεν δικαιούνται στερήσεις που ζήσαμε εμείς σε περιόδους κατοχής. Δυστυχώς όμως νομίζω ότι δεν θα τις αποφύγουν. Φτάσαμε ολόκληρες οικογένειες να στηρίζονται στη σύνταξη του παππού και τις γιαγιάς, δεν υπάρχουν δουλειές, δεν έχουμε βιοτεχνίες, εργοστάσια. Ακόμη και οι μετανάστες που έρχονται στην Ελλάδα να δουλέψουν, είναι πλέον λιγότεροι από τους Έλληνες που ξενιτεύονται για να βρούνε μια καλύτερη ζωή σήμερα», αναφέρει απογοητευμένος ο κ. Μπλέτσας.
Της ΕΛΕΝΗΣ ΧΟΛΕΒΑ