Η Γουρουνοχαρά στήν Παπαράτζα

Η Γουρουνοχαρά
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Παπαράτζας είναι το σφάξιμο του γουρουνιού.
Πριν το 1940, πολλές οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει
Η Γουρουνοχαρά
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Παπαράτζας είναι το σφάξιμο του γουρουνιού.
Πριν το 1940, πολλές οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρο, ζεστό νερό και αλάτι. Ήταν η εποχή που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ ώστε το λίπος του να είναι αρκετό. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα.
Τρεις-τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της...
Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που έφταναν πολλές φορές τα 20-25. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι' αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως "γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν "έλα να σφάξουμε το γουρούνι", αλλά "έλα, έχουμε γουρουνοχαρά".
Το σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες κατά περιφέρειες.
Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα.
Οι περιοχές που έσφαζαν τα γουρούνια μετά τα Χριστούγεννα, το επειδή πριν νήστευαν και ήθελαν να μεταλάβουν, χωρίς να έρθουν σε επαφή με τη μυρωδιά του κρέατος. Επίσης, ήθελαν να διασκεδάσουν με ένα καλό φαγοπότι, κάτι που τους απαγόρευε η νηστεία, την οποία τηρούσαν.
Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Στεφάνου.
Γι' αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν "γρουνοστέφανος ή γουρουνοστέφανος". Υπάρχουν όμως και μικρές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο, μετά τα Χριστούγεννα.
Η εργασία ήταν σκληρή και ο σφαγέας έπρεπε να είναι καλός τεχνίτης. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει τσεκούρι για να αποκόψει την καρωτίδα. Πολλές φορές, για ορισμένους λόγους, προπαντός υγείας ή προληπτικούς, το τουφέκιζαν με το όπλο "γκρα" και έμενε στον τόπο, ενώ με πιστόλι τραυματισμένο πολλές φορές το έβαζε στα πόδια. Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν το πετύχαιναν, οπότε το γουρούνι έτρεχε να ξεφύγει έως ότου το αποτελείωναν και με άλλες τουφεκιές. Επίσης, το γδάρσιμο απαιτούσε χέρι δυνατό και τεχνικό για να μην κάνει τρύπες, δεδομένου ότι το δέρμα αυτό το χρησιμοποιούσαν και έκαναν τα λεγόμενα γρουνοτσάρουχα, που τα φορούσαν για όλο το χρόνο και προπαντός στα χωράφια. Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά τεμάχια.
Το αλάτιζαν και το έβαζαν σε πιθάρια για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τους τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα. Παλιότερα, πριν από το 1920, το κρέας αυτό το τοποθετούσαν στο ίδιο το δέρμα του γουρουνιού.
Αφού τελείωναν όλες τις δουλειές, καταπιάνονταν ύστερα με το γέμισμα των λουκάνικων, για τα οποία έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια. Το κρέας το έκοβαν κομματάκια με ψαλίδια ή μαχαίρια.
Τ ο έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο και γι' αυτήν τη δουλειά ασχολούνταν κυρίως αγόρια και κορίτσια 10-15 χρονών. Αυτό το κομμένο κρέας το έριχναν και έβραζε σε μικρό καζανάκι (σύβρασμα) μαζί με κομμένα πράσα και διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν. Γι' αυτή τη δουλειά όλοι οι άντρες ήταν καθισμένοι γύρω από το καζάνι, και όταν κρύωνε λίγο, άρχιζαν με τους γεμιστήρες (κοκκαλάρια) να γεμίζουν τα λουκάνικα. Ενώ που έβραζε το κρέας, η φωτιά με τα κούτσουρα δούλευε και οι μπριζόλες ψήνονταν για να τις γευθούν όλοι οι συγγενείς και φίλοι της "γουρουνοχαράς". Συγχρόνως, η νοικοκυρά ετοίμαζε τα διάφορα και πλούσια φαγητά, πίτες και μαγειρεμένο κρέας δύο-τριών ειδών, για να περιποιηθεί όλους τους καλεσμένους της γουρονοχαράς.

Το στρώσιμο του τραπεζιού δεν αργούσε και τα πιάτα με τα φαγητά ακολουθούσαν το ένα το άλλο. Μετά το φαγητό, συνέχιζαν το κρασί και άρχιζαν τα τραγούδια, προπαντός τα κλέφτικα και το χορό. Την επόμενη όμως μέρα είχαν πάλι γουρνοχαρά στο σπίτι κάποιου από την παρέα. Έτσι η γιορτή διαρκούσε μέρες και οι άνθρωποι γλεντούσαν με την ψυχή τους.Αυτές τις ημέρες, αν περνούσε κανείς από κάποιο χωριό το βράδυ, θα άκουγε τουλάχιστον σε 30-40 σπίτια τα τραγούδια και τις φωνές της γουρουνοχαράς. Τα παλαιότερα χρόνια τα γλέντια αυτά τα συνόδευαν πάντοτε πυροβολισμοί, που ενθουσίαζαν πιο πολύ τους γλεντζέδες.
Η γουρουνοχαρά κράτησε, με όλη την αίγλη της, μέχρι το 1940. Συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα, μέχρι το 1955, αλλά τα μεγάλα γεγονότα, Κατοχή και εμφύλιος πόλεμος, ανέκοψαν τον ενθουσιασμό και ανέτρεψαν μια παραδοσιακή συνήθεια που κράτησε πολλούς αιώνες.
Το λίπος, το λεγόμενο παστό, το έκοβαν μικρά κομματάκια και το έλιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του. Η φωτιά έπρεπε να καίει με ένταση χωρίς να ελαττώνεται καθόλου, ώστε το λιώσιμο να γίνεται κανονικά για κάθε καζάνι. Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι τσιγαρίδες. Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν ο σουφλιμάς στη θράκα με μπόλικη ρίγανη και η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με κοκκινοπίπερο και ρίγανη.
Το λιωμένο λίπος το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί το θεωρούσαν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες.
Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.
Μοιραστείτε στο Google Plus

About PAPARATZANEWS

Άμεση ενημέρωση για όλα όσα συμβαίνουν στο ΔΕΝΔΡΟΧΩΡΙ και σε όλο το δήμο Τρικάλων · νέα, ειδήσεις και εκδηλώσεις ζωντανά έγκυρα.