«Όλη δόξα, όλη χάρη
Άγια μέρα ξημερώνει»
Ξημέρωσε και φέτος η Άγια μέρα, που κάνει τα στήθη μας να φουσκώνουν από περηφάνια και τις ψυχές μας να ευγνωμονούν τον Θεό που μας έκανε Χριστιανούς και Έλληνες.
25 Μαρτίου σαν σήμερα ο Άγγελος Γαβριήλ έφερε στην Παρθένα Μαρία την χαρούμενη είδηση: «Θα
γεννήσεις τον υιό του Θεού, ο οποίος θα σώσει τον κόσμο από την σκλαβιά της αμαρτίας».
25 Μαρτίου, Σαν σήμερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε στην Αγία Λαύρα το λάβαρο του αγώνα και ακούστηκε σ’ όλο το σκλαβωμένο Ελληνικό γένος το σάλπισμα της Επανάστασης και ο φοβερός όρκος «Ελευθερία ή θάνατος».
Διπλή γιορτή η σημερινή. Γιορτή της θρησκείας μας και γιορτή της πατρίδας. Και οι δυο γιορτές την ίδια σημασία έχουν.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Την απελευθέρωση των ανθρώπων από την αμαρτία. Ο Ευαγγελισμός της Αγίας Λαύρας την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον Τουρκικό ζυγό.
Από τις 29 του Μάη 1453 η πατρίδα μας, η δοξασμένη Ελλάδα μας ήταν υποδουλωμένη στους Τούρκους. Οι εκκλησίες μας έγιναν τζαμιά, τα κτήματα τα άρπαξαν, τα μικρά Ελληνόπουλα τα μάγευαν από την αγκαλιά της μάνας τους για να τα κάνουν Γενίτσαρους, τα κορίτσια τα έκλεβαν και τα έκαμαν σκλάβες των.
Οι δυστυχισμένοι Έλληνες υπέφεραν τα πάνδεινα. Όμως έκαμαν υπομονή και περίμεναν να ξημερώσει η μεγάλη μέρα της Λευτεριάς. Πάντα έλπιζαν και πίστευαν πως: «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι» πολλοί που δεν μπορούσαν να υποφέρουν την μαύρη σκλαβιά, έπαιρναν τα βουνά και γίνονταν κλέφτες. Η ζωή τους ήταν πικρή και μαύρη, όπως το λέει και το τραγούδι. Αλλά ήταν ελεύθεροι πάνω στα βουνά τους και πολεμούσαν το μισητό τον κατακτητή. Σχεδόν τετρακόσια χρόνια κράτησε η βασανισμένη ζωή των σκλαβωμένων Ελλήνων. Και στις 25 Μαρτίου 1821 υψώθηκε στην Αγία Λαύρα το Λάβαρο της Επανάστασης. Γονατισμένοι μπροστά του οι καπεταναίοι των κλεφτών με τα παλικάρια τους έδωσαν τον μεγάλο όρκο «Ελευθερία ή θάνατος».
Από την στιγμή εκείνη άρχισε ο μεγάλος και πανένδοξος αγώνας του 1821. Οι Έλληνες με την γενναιότητα και την αγάπη προς την πατρίδα λευθέρωσαν την πατρίδα τους Ελλάδα.
ΓΙΑΤΙ: Η προς την πατρίδα αγάπη δεν αποτελεί μια τυπική υποχρέωση παντός πολίτη δεν υπαγορεύεται από μια ψυχρά ενατένιση των σχέσεων μεταξύ διοικούντος και διοικουμένου και δεν πρέπει να θεωρείται ψυχικά τους Έλληνες μεταξύ των. Οι Έλληνες αγαπούν την πατρίδα των επειδή ακριβώς ενσυνείδητα πιστεύουν ότι αποτελούν τα κύτταρά της;
Δεν είναι δύσκολο σε κάθε ερευνητή να αιτιολογήσει την προς την πατρίδα αγάπη των Ελλήνων. Ποτέ ο Έλληνας πολίτης ησθάνθη ξένος προς την χώρα του. Τον συνέδεσε μαζί της η κοινή μοίρα του Ελληνισμού, περίοδοι ευτυχίας και περίοδοι περιπετειών.
Τον συνέδεσε αυτός ο ίδιος ο προς την κοινωνία προορισμός του, διότι στον Ελληνικό χώρο βρήκε την ευκαιρία να αναπτύξει τις ευγενέστερες επιδιώξεις του ως άνθρωπος και ως πνευματική και παραγωγική μονάδα.
Από την άλλη πλευρά οι εντός του Ελληνικού χώρου αγώνες δια την προάσπιση της ελευθερίας και των πολυτιμοτέρων ιδανικών του ανθρώπου εκόστισαν στους προγόνους του και αίμα και θυσίες. Η γη των Ελλήνων, η γη των πατέρων μας, η πατρίδα μας είναι σπιθαμή προς σπιθαμή διαποτισμένη με αίμα όλων εκείνων, οι οποίοι μας κατέλειπαν, την ελευθερία, τα ιδανικά αμόλυντα, την πίστη αιωνία. Είναι η πατρίδα εκείνη, δια την ανεξαρτησία της οποίας εις την τρισχιλιετή ιστορία της απητήθησαν εκατόμβαι θυμάτων. Είναι η πατρίδα της οποίας οι απόγονοι συνδέονται με τους προγόνους των με κοινά ιδανικά, κοινή πίστη κοινή γλώσσα, κοινήν θρησκείαν. Εδώ παρελάβαμε οι επιγενόμενοι μια πολύτιμο κληρονομιά, κληρονομιά πνευματική, την οποία ζήλευαν οι πάντες. Μια κληρονομιά την οποία να διαφυλάξουμε αμόλυντον και ανά πάσαν στιγμήν να αποδεικνυόμεθα άξιοι συνεχιστές της.
Επομένως ο αγαπών την Πατρίδα του δεν κάνει τούτο από υποχρέωση και μόνο, εκ τυπικής ευθύνης αλλά διότι αισθάνεται σαν αναπόσπαστο μέλος της, τη σάρκα απ’ την σάρκα της. Τι δε ευγενέστερο από την προς την πατρίδα αγάπην, τι το τιμιώτερο. Η προς την πατρίδα αγάπη δεν έχει μόνον θεωρητική αξίαν. Απαιτείται η ανά πάσαν στιγμήν έμπρακτος απόδειξη της αγάπης, δι έργου επωφελούς στη πατρίδα. Όπως το στομάχι αποτελεί μέρος του ανθρώπινου σώματος και προβάλλει απαιτήσεις ικανοποιήσεών του μέχρι της τελευταίας ώρας της ζωής του ανθρώπου την ίδια ανάγκη έχει και η πατρίδα από το τέκνον της. Δηλαδή να ενδιαφέρεται και να προσφέρει συνεχώς δι αυτήν, μέχρι επί τελευταίας ώρας του, εφ όσον αποτελεί σάρκαν εκ της σαρκός της.
Εάν υποτεθή, ότι η πατρίδα δεν αποτελεί στόχο εμπράκτου αγάπης, τότε ο άνθρωπος έχει χάσει την ευκαιρία να διοχετεύσει την αγάπην του προς την σεμνοτέραν κατεύθυνση. Και αλλοίμονον, διατί τότε ζή; Ποιος ο σκοπός του, ποια τα ιδανικά του; Πως θα αισθάνεται και τι θα τον ελκύει προς την ζωήν;
Γι’ όλους τους άνω λόγους, η προς την πατρίδα αγάπη είναι και χρέος του ατόμου, αλλά και σκοπός συνοδευόμενος προς αυτήν ταύτην την ύπαρξη και αποστολή του.
Ευχαριστώ
Παύλος Παρδάλης
Συν/χος ΔΕΗ